-
1 венечный
венечн||ыйприл анат. στεφανιαίος:\венечныйая артерия ἡ στεφανιαία ἀρτηρία. -
2 венечный
επ.1. του στεφάνου• του φωτεινού κύκλου• του περιζώματος (οικοδομής).2. στεφανιαίος•-ые артерии οι στεφανιαίες αρτηρίες•
-ые сосуды στεφανιαία αγγεία.
-
3 шов
1. тех. η ραφήο αρμός2. (анат., мед.) η ραφήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шов